διακομιδή

διακομιδή
η
1) эвакуация; 2) переселение; 3) перевозка, перенос

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "διακομιδή" в других словарях:

  • διακομιδῇ — διακομιδή carrying over fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακομιδή — carrying over fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακομιδή — η (Α διακομιδή) [διακομίζω] μεταφορά, διακόμιση, μετακόμιση νεοελλ. φρ. «διακομιδή τραυματιών» η μεταφορά τραυματιών από την πρώτη γραμμή στα μετόπισθεν …   Dictionary of Greek

  • διακομιδή — η η μεταφορά από τόπο σε τόπο κάτι ή κάποιου που δεν μπορεί να μετακινηθεί μόνος του: Η διακομιδή των τραυματιών του δυστυχήματος θα γίνει από το ασθενοφόρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακομιδαῖς — διακομιδή carrying over fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακομιδῆς — διακομιδή carrying over fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακομιδήν — διακομιδή carrying over fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελικόπτερο — Εναέριο όχημα του οποίου η στήριξη και η πρόωση παράγονται από μία ή περισσότερες μεγάλες έλικες μεταβλητού βήματος, που κινούνται από ενδοθερμικούς κινητήρες. Ο άξονας περιστροφής των ελίκων είναι κάθετος ή περίπου κάθετος και, ανάλογα με την… …   Dictionary of Greek

  • μεταγωγή — η (Α μεταγωγή) [μετάγω] μεταφορά, μετακόμιση, διακομιδή, μεταβίβαση νεοελλ. 1. τηλεπ. το σύνολο τών χειροκίνητων ή αυτόματων χειρισμών που εξασφαλίζουν την τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα σε δύο συνδρομητές 2. το σύνολο τών χειρισμών που… …   Dictionary of Greek

  • τοιούτος — αύτη, ο / τοιοῡτος, αύτη, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέουτος, αύτα, ον, και επιτεταμένος τ. τού ουδ. πληθ. τοιαυτί, Α (δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας λογής, τέτοιος («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῑς τοιούτοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • τραυματιοφορέας — ο, Ν (ιατρ. στρ.) στρατιώτης τού υγειονομικού σώματος ή υπάλληλος υγειονομικής υπηρεσίας εκπαιδευμένος στην παροχή πρώτων βοηθειών και στη διακομιδή τών τραυματιών στο πλησιέστερο χειρουργείο ή νοσοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραυματίας + φορέας] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»